- Κρήσια
- Κρήςneut nom/voc/acc plΚρήσιοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρησία — Κρησίᾱ , Κρής fem nom/voc/acc dual Κρησίᾱ , Κρής fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Κρησίᾱ , Κρήσιος fem nom/voc/acc dual Κρησίᾱ , Κρήσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρησίας — Κρησίᾱς , Κρής fem acc pl Κρησίᾱς , Κρής fem gen sg (attic doric aeolic) Κρησίᾱς , Κρήσιος fem acc pl Κρησίᾱς , Κρήσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρησίαι — Κρησίᾱͅ , Κρής fem dat sg (attic doric aeolic) Κρησίᾱͅ , Κρήσιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρησίαν — Κρησίᾱν , Κρής fem acc sg (attic doric aeolic) Κρησίᾱν , Κρήσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόπτερος — η, ο (Α λευκόπτερος, ον) (για πλοίο) αυτός που έχει λευκές πτέρυγες (α. «λευκόπτερα δώδεκα πλοία δεμένα σαλεύουν εκεί», Ζαλοκ. β. «ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς», Ευρ.) αρχ. 1. (γενικά) λευκός, άσπρος («λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι», Αισχύλ.) 2. περιχαρής… … Dictionary of Greek